οψοφάγος

οψοφάγος
ὀψοφάγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώει χωρίς ψωμί εδέσματα τα οποία συνήθως συνοδεύονται με ψωμί, ο λαίμαργος
2. αυτός που τού αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, καλοφαγάς
3. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -φάγος (< θ. φάγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο-φάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀψοφάγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγω — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc nom/voc/acc dual ὀψόφαγος one who eats delicacies masc gen sg (doric aeolic) ὀψοφάγος masc nom/voc/acc dual ὀψοφάγος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφαγίστατον — ὀψοφάγος masc acc sg ὀψοφάγος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγοις — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc dat pl ὀψοφάγος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγου — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc gen sg ὀψοφάγος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγους — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc acc pl ὀψοφάγος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγων — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc gen pl ὀψοφάγος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγῳ — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc dat sg ὀψοφάγος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφαγίστατοι — ὀψοφάγος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφαγίστατος — ὀψοφάγος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”