- οψοφάγος
- ὀψοφάγος, ὁ (Α)1. αυτός που τρώει χωρίς ψωμί εδέσματα τα οποία συνήθως συνοδεύονται με ψωμί, ο λαίμαργος2. αυτός που τού αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, καλοφαγάς3. ονομασία ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -φάγος (< θ. φάγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.